καρτέρι

καρτέρι
Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 301 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαργαριτίου του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 21 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαργαριτίου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 660 μ., 118 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 71 χλμ. ΝΔ της Κορίνθου, στις νότιες πλαγιές της Ζήριας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Στυμφαλίας.
* * *
το
1. το να παραμονεύει κάποιος, η παραφύλαξη, η ενέδρα
2. ο χώρος όπου παραμονεύει, ενεδρεύει κάποιος
3. οχυρό
4. φρ. «στήνω καρτέρι» — ενεδρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. < καρτερώ, (πρβλ. κυνηγώ > κυνήγι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρτέρι — το ενέδρα, παραφύλαξη: Έστησαν καρτέρι και τον έπιασαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόχονδε — (Α) επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. δε] …   Dictionary of Greek

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • χωσιά — η / χωσία, ΝΜ ενέδρα, καρτέρι μσν. συνεκδ. αυτοί που στήνουν καρτέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χῶσις κατά τα θηλ. σε ιά] …   Dictionary of Greek

  • ενέδρα — η 1. παραφύλαξη, παραμόνεμα, καρτέρι. 2. ο τόπος όπου γίνεται το καρτέρι καθώς και τα άτομα που ενεδρεύουν. 3. η μυστική εγκατάσταση στρατιωτικού τμήματος κοντά σε πέρασμα για αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον εχθρού που θα περάσει από εκεί. 4. μτφ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ενεδρεύω — ενέδρευσα 1. αμτβ., παραμονεύω, παραφυλάω, στήνω καρτέρι. 2. μτβ., στήνω ενέδρα για κάποιον, τον παραμονεύω, του κάνω καρτέρι: Οι χωροφύλακες ενέδρευαν το δολοφόνο. 3. μτφ., επιβουλεύομαι κάποιον, τον δολιεύομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελλόχευση — η ενέδρα, καρτέρι …   Dictionary of Greek

  • ενέδρα — η (AM ἐνέδρα) 1. παραφύλαξη, καρτέρι («ἅμα δὲ τοῑς πολεμίοις ἐνέδραι κατασκευάζονται», Ξεν.) 2. απάτη, επιβουλή («δόλου καὶ ἐνέδρας πλήρης», Πλάτ.) αρχ. 1. θέση, τοποθέτηση σ ένα τόπο («τῶν δὲ ναρθήκων τὰς ἐνέδρας φυλάττεσθαι», Ιπποκρ.) 2. τα… …   Dictionary of Greek

  • κάλλιος — α, ο (Μ κάλλιος, α, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος, προτιμότερος 2. (το ουδ. εν. και και πληθ. ως επίρρ.) κάλλιο και κάλλια και καλλιά καλύτερα, προτιμότερα νεοελλ. 1. φρ. «κάλλιο έχω» προτιμώ 2. παροιμ. α) «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και… …   Dictionary of Greek

  • καραούλι — το 1. φρουρά, φυλάκιο, βάρδια 2. φρουρός, σκοπός, φύλακας 3. συνεκδ. παρατηρητήριο, σκοπιά, βίγλα 4. φρ. «κρατώ καραούλι» ή «φυλάω καραούλι» α) φρουρώ, φυλάγω β) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. < τουρκ. karakol… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”